φαινυλ(ο)-

φαινυλ(ο)-
Ν
χημ. πρόθημα που υποδηλώνει την παρουσία φαινυλίου στο μόριο μιας οργανικής ένωσης, όπως είναι λ.χ. το φαινυλοξείδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. αγγλ. phenyl(o)- < phenyl (βλ. φαινύλιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεσκαλίνη — η χημ. αλκαλοειδές που ανήκει στις φαινυλ αλκοϋλ αμίνες, απαντά στον κάκτο πεγιότ τού Μεξικού και τών νότιων ΗΠΑ και που η παραισθησιογόνα δράση του προκαλεί συνήθως σωματικά και ψυχικά συμπτώματα καθώς και διαταραχές τών αισθήσεων …   Dictionary of Greek

  • φαινινδιόνη — η, Ν (φαρμ.) κοινή ονομασία τής 2 φαινυλ 1,3 ινδανιδιόνης, κρυσταλλικής ουσίας που είναι συνθετικός ανταγωνιστής τής βιταμίνης Κ και χρησιμοποιείται ως αντιπηκτικό καθώς έχει την ιδιότητα να παρεμποδίζει την πήξη τού αίματος αναστέλλοντας την… …   Dictionary of Greek

  • φαινυλοπαράγωγο — το, Ν χημ. χημική ένωση που προκύπτει από την προσθήκη τής ρίζας τού φαινυλίου σε μια άλλη χημική ένωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαινυλ(ο) * + παράγωγο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”